ἀναιμακτί
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀναιμακτί < ἀναίμακτος + -τί < αρχαία ελληνική αἷμα
Επίρρημα επεξεργασία
ἀναιμακτί
- (ελληνιστική κοινή) χωρίς να χυθεί αίμα, αναίμακτα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀναιμακτί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.