αναίμακτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναίμακτα < αναίμακτος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααναίμακτα
- χωρίς να χυθεί αίμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αναίμακτος και αίμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναίμακτα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναίμακτος