αναίμακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναίμακτος < αρχαία ελληνική ἀναίμακτος
Επίθετο επεξεργασία
αναίμακτος
- που γίνεται χωρίς αίμα, χωρίς αιματοχυσία
- (μεταφορικά) χωρίς τη χρήση βίας ή χωρίς να υπάρχουν απώλειες, αντίποινα και λοιπά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Στην θεία Λειτουργεία υπάρχει ένα παράδειγμα: αναίμακτος λατρεία (όποιος θέλει τη δέχεται).