ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἁλιαρτίς αἱ Ἁλιαρτίδες
      γενική τῆς Ἁλιαρτίδος τῶν Ἁλιαρτίδων
      δοτική τῇ Ἁλιαρτίδ ταῖς Ἁλιαρτίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἁλιαρτίδ τὰς Ἁλιαρτίδᾰς
     κλητική ! Ἁλιαρτίς* Ἁλιαρτίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἁλιαρτίδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἁλιαρτίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἁλιαρτίς < Αλίαρτ(ος) + -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἁλιαρτίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή) και ως επίθετο

Συγγενικά

επεξεργασία