Ἁλιαρτίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἁλιαρτίς | αἱ | Ἁλιαρτίδες | ||||
γενική | τῆς | Ἁλιαρτίδος | τῶν | Ἁλιαρτίδων | ||||
δοτική | τῇ | Ἁλιαρτίδῐ | ταῖς | Ἁλιαρτίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Ἁλιαρτίδᾰ | τὰς | Ἁλιαρτίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Ἁλιαρτίς* | Ἁλιαρτίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἁλιαρτίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἁλιαρτίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἁλιαρτίς < Αλίαρτ(ος) + -ίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἉλιαρτίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή) και ως επίθετο
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ἁλιάρτιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ἁλίαρτος
Πηγές
επεξεργασία- Ἁλιαρτίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.