γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἁλιάρτιος Ἁλιαρτί τὸ Ἁλιάρτιον
      γενική τοῦ Ἁλιαρτίου τῆς Ἁλιαρτίᾱς τοῦ Ἁλιαρτίου
      δοτική τῷ Ἁλιαρτί τῇ Ἁλιαρτί τῷ Ἁλιαρτί
    αιτιατική τὸν Ἁλιάρτιον τὴν Ἁλιαρτίᾱν τὸ Ἁλιάρτιον
     κλητική ! Ἁλιάρτιε Ἁλιαρτί Ἁλιάρτιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἁλιάρτιοι αἱ Ἁλιάρτιαι τὰ Ἁλιάρτι
      γενική τῶν Ἁλιαρτίων τῶν Ἁλιαρτίων τῶν Ἁλιαρτίων
      δοτική τοῖς Ἁλιαρτίοις ταῖς Ἁλιαρτίαις τοῖς Ἁλιαρτίοις
    αιτιατική τοὺς Ἁλιαρτίους τὰς Ἁλιαρτίᾱς τὰ Ἁλιάρτι
     κλητική ! Ἁλιάρτιοι Ἁλιάρτιαι Ἁλιάρτι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἁλιαρτίω τὼ Ἁλιαρτί τὼ Ἁλιαρτίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἁλιαρτίοιν τοῖν Ἁλιαρτίαιν τοῖν Ἁλιαρτίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἁλιάρτιος < Ἁλίαρτ(ος) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἁλιάρτιος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία