ἀηδονιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀηδονιδεύς | οἱ | ἀηδονιδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | ἀηδονιδέως | τῶν | ἀηδονιδέων | ||||
δοτική | τῷ | ἀηδονιδεῖ | τοῖς | ἀηδονιδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀηδονιδέᾱ | τοὺς | ἀηδονιδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀηδονιδεῦ | ἀηδονιδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀηδονιδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀηδονιδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀηδονιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀηδών, ἀηδόν(ος) θηλυκό + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀηδονιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σημείωση 227 του Edmonds στο Elegy and Iambus, Cambridge, 1931.2
Πηγές
επεξεργασία- ἀηδονιδεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀηδονιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.