ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀηδονιδεύς οἱ ἀηδονιδεῖς
      γενική τοῦ ἀηδονιδέως τῶν ἀηδονιδέων
      δοτική τῷ ἀηδονιδεῖ τοῖς ἀηδονιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀηδονιδέ τοὺς ἀηδονιδέᾱς
     κλητική ! ἀηδονιδεῦ ἀηδονιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀηδονιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ἀηδονιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀηδονιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀηδών, ἀηδόν(ος) θηλυκό + -ιδεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀηδονιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (πτηνό) το νεαρό αηδόνι
  2. (χυδαίο) το αιδοίο, όπως το αναφέρει Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
    <ἀηδόνιος> ἐπὶ μὲν ὕπνου τὸ ἐλάχιστον (Nicoch. com. fr. 16, I 773)· ἐπὶ δὲ λύπης τὸ σφοδρότατον (Αισχύλος, απόσπασμα 291)
    <<ἀηδονιδεύς>·> ἀηδόνος νεοσσός. [καὶ τὸ τῆς γυναικὸς αἰδοῖον, παρὰ Ἀρχιλόχῳ (απόσπασμα. 156)]
    για το οποίο όμως,[1] → δείτε τη λέξη ἀηδονίς

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σημείωση 227 του Edmonds στο Elegy and Iambus, Cambridge, 1931.2