ἀηδών
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀηδών | ἀηδόνε | ἀηδόνες |
Γενική | ἀηδόνος | ἀηδόνοιν | ἀηδόνων |
Δοτική | ἀηδόνι | ἀηδόνοιν | ἀηδόσι(ν) |
Αιτιατική | ἀηδόνα | ἀηδόνε | ἀηδόνας |
Κλητική | ἀηδών | ἀηδόνε | ἀηδόνες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀηδών < ἀείδω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀηδών θηλυκό
- (κυριολεκτικά) αυτή που τραγουδάει
- (ορνιθολογία) αηδόνι