ἀηδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀηδων-, ἀηδον- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀηδών | αἱ | ἀηδόνες | |
γενική | τῆς | ἀηδόνος | τῶν | ἀηδόνων | |
δοτική | τῇ | ἀηδόνῐ | ταῖς | ἀηδόσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ἀηδόνᾰ | τὰς | ἀηδόνᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀηδών | ἀηδόνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀηδόνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀηδόνοιν | |||
Αργότερα, σπάνια και ως αρσενικό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀηδών < ἀείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀηδών, -όνος θηλυκό
- (κυριολεκτικά) αυτή που τραγουδάει, τραγουδίστρια, αοιδός
- (πτηνό) αηδόνι
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 203 (203-204)
- ὧδ᾽ ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον, | ὕψι μάλ᾽ ἐν νεφέεσσι φέρων, ὀνύχεσσι μεμαρπώς·
- Έτσι μίλησε το γεράκι στο αηδόνι με τον πλουμιστό λαιμό | σαν να το ᾽χε αρπάξει με τα νύχια του και το ᾽φερε ψηλά πολύ στα νέφη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὧδ᾽ ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον, | ὕψι μάλ᾽ ἐν νεφέεσσι φέρων, ὀνύχεσσι μεμαρπώς·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 963 (962-963)
- ἀγχοῦ δ᾽ ἄρα κοὐ μακρὰν | προύκλαιον, ὀξύφωνος ὡς ἀηδών.
- Κοντά λοιπόν κι όχι μακριά | η συφορά ηταν πὄκλαιγα σα λυγερή αηδόνα·
- Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 208 (207-208)
- ἀλλ᾽ ἀντιβολῶ σ᾽ ἄγ᾽ ὡς τάχιστ᾽ εἰς τὴν λόχμην | εἴσβαινε κἀνέγειρε τὴν ἀηδόνα.
- θερμοπαρακαλώ, στο σύδεντρο έμπα | γοργά γοργά και ξύπνα την αηδόνα.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἀντιβολῶ σ᾽ ἄγ᾽ ὡς τάχιστ᾽ εἰς τὴν λόχμην | εἴσβαινε κἀνέγειρε τὴν ἀηδόνα.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 203 (203-204)
- (μεταφορικά) τζίτζικας
- το στόμιο του αυλού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαἀηδών (αρχαία ελληνικά)
Πηγές
επεξεργασία
- ἀηδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀηδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.