ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμβρυσεύς οἱ Ἀμβρυσεῖς
      γενική τοῦ Ἀμβρυσέως τῶν Ἀμβρυσέων
      δοτική τῷ Ἀμβρυσεῖ τοῖς Ἀμβρυσεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀμβρυσέ τοὺς Ἀμβρυσέᾱς
     κλητική ! Ἀμβρυσεῦ Ἀμβρυσεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμβρυσεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμβρυσέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμβρυσεύς < Ἄμβρυσ(ος) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀμβρυσεύς αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία