ἀλωπεκιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀλωπεκιδεύς | οἱ | ἀλωπεκιδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | ἀλωπεκιδέως | τῶν | ἀλωπεκιδέων | ||||
δοτική | τῷ | ἀλωπεκιδεῖ | τοῖς | ἀλωπεκιδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀλωπεκιδέᾱ | τοὺς | ἀλωπεκιδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀλωπεκιδεῦ | ἀλωπεκιδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλωπεκιδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλωπεκιδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀλωπεκιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀλώπεκ(ος) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀλωπεκιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (ζώο) η νεαρή αλεπού, το αλεπουδάκι
Πηγές
επεξεργασία- ἀλωπεκιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.