ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλωπεκιδεύς οἱ ἀλωπεκιδεῖς
      γενική τοῦ ἀλωπεκιδέως τῶν ἀλωπεκιδέων
      δοτική τῷ ἀλωπεκιδεῖ τοῖς ἀλωπεκιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀλωπεκιδέ τοὺς ἀλωπεκιδέᾱς
     κλητική ! ἀλωπεκιδεῦ ἀλωπεκιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλωπεκιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ἀλωπεκιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλωπεκιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)