ανώμαλα μεταπλαστά ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰλωπεκ-
ονομαστική ἀλώπηξ αἱ ἀλώπεκες
      γενική τῆς ἀλώπεκος τῶν ἀλωπέκων
      δοτική τῇ ἀλώπεκ ταῖς ἀλώπεξ(ν)
επικός: ἀλωπήκεσσι
    αιτιατική τὴν ἀλώπεκ τὰς ἀλώπεκᾰς
     κλητική ! ἀλώπηξ ἀλώπεκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλώπεκε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλωπέκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλώπηξ < προγενέστερος τύπος *alōpēḱos, *alṓpāks. Πιθανόν έχει σχέση με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂lōp-eh₂-s < *h₂lop-. Απαντάει παρόμοιος τύπος σε πολλές χώρες γύρω από τη Μεσόγειο

Ουσιαστικό

επεξεργασία