ἀλωπεκῆ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀλωπεκεα- ἀλωπεκη- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀλωπεκέη > ἀλωπεκῆ | αἱ | ἀλωπεκέαι > ἀλωπεκαῖ | |
γενική | τῆς | ἀλωπεκέης > ἀλωπεκῆς | τῶν | ἀλωπεκεῶν > ἀλωπεκῶν | |
δοτική | τῇ | ἀλωπεκέῃ > ἀλωπεκῇ | ταῖς | ἀλωπεκέαις > ἀλωπεκαῖς | |
αιτιατική | τὴν | ἀλωπεκέην > ἀλωπεκῆν | τὰς | ἀλωπεκέᾱς > ἀλωπεκᾶς | |
κλητική ὦ! | ἀλωπεκέη > ἀλωπεκῆ | ἀλωπεκέαι > ἀλωπεκαῖ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλωπεκέᾱ > ἀλωπεκᾶ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλωπεκέαιν > ἀλωπεκαῖν | |||
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλῆ' όπως «γαλῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀλωπεκῆ < ἀλώπηξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀλωπεκῆ θηλυκό
- αττικός τύπος του ἀλωπεκέη: αλωπεκή, δέρμα αλεπούς
Παροιμίες
επεξεργασία- ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Λύσανδρος, 7]])
Πηγές
επεξεργασία
- ἀλωπεκῆ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.