Ἀλωπεκή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀλωπεκή | ||
γενική | τῆς | Ἀλωπεκῆς | ||
δοτική | τῇ | Ἀλωπεκῇ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἀλωπεκήν | ||
κλητική ὦ! | Ἀλωπεκή | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀλωπεκή < ἀλωπεκή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈλωπεκή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀλωπεκή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.