Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀλωπεκή
      γενική τῆς Ἀλωπεκῆς
      δοτική τῇ Ἀλωπεκ
    αιτιατική τὴν Ἀλωπεκήν
     κλητική ! Ἀλωπεκή
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀλωπεκή < ἀλωπεκή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀλωπεκή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία