• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλωπεκή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Αλωπεκή, αλωπεκία, αλωπεκίαση

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλωπεκή οι αλωπεκές
      γενική της αλωπεκής των αλωπεκών
    αιτιατική την αλωπεκή τις αλωπεκές
     κλητική αλωπεκή αλωπεκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλωπεκή < αρχαία ελληνική ἀλωπεκέη/ἀλωπεκῆ

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.lo.peˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λω‐πε‐κή

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αλωπεκή θηλυκό

(λόγιο)
  1. δέρμα αλεπούς
  2. (μεταφορικά) τέχνασμα, δόλος, πονηριά

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αλουποτόμαρο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αλουποτόμαρο
  • αγγλικά : foxskin (en)
    πονηριά
  • αγγλικά : guile (en), ruse (en), wile (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλωπεκή&oldid=5450863"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 15:02

Γλώσσες

    • English
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 15:02.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie