Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλουποτόμαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλουποτόμαρ
ο
τα
αλουποτόμαρ
α
γενική
του
αλουποτόμαρ
ου
των
αλουποτόμαρ
ων
αιτιατική
το
αλουποτόμαρ
ο
τα
αλουποτόμαρ
α
κλητική
αλουποτόμαρ
ο
αλουποτόμαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλουποτόμαρο
<
αλουπού
+
-ο-
+
τομάρι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλουποτόμαρο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
δέρμα
αλεπούς
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αλεποτόμαρο
Συνώνυμα
επεξεργασία
αλεπόγουνα
αλούπι
αλωπεκή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αλεπού
και
τομάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλουποτόμαρο
→
δείτε
τη λέξη
αλωπεκή