Δείτε επίσης: ἀλουπού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλουπού οι αλουπούδες
      γενική της αλουπούς των αλουπούδων
    αιτιατική την αλουπού τις αλουπούδες
     κλητική αλουπού αλουπούδες
Ιδιωματικό. Υποθετική κλίση κατά την κοινή νεοελληνική.
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλουπού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλουπού, τύπος του ἀλεπού < ἀλωπώ → και δείτε τη λέξη αλεπού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.luˈpu/ προσέγγιση προφοράς ιδιωματικού κατά την κοινή νεοελληνική
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λου‐πού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλουπού θηλυκό (ιδιωματικό)

  • η αλεπού
    παλιότερη γραφή σε λεξικά: ἀλουποῦ

Συγγενικά επεξεργασία

ιδιωματικά με αλουπου-, αλουπουδ-

Δείτε και την προφορά αλιπού

  Πηγές επεξεργασία