• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλεποτόμαρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεποτόμαρο τα αλεποτόμαρα
      γενική του αλεποτόμαρου των αλεποτόμαρων
    αιτιατική το αλεποτόμαρο τα αλεποτόμαρα
     κλητική αλεποτόμαρο αλεποτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλεποτόμαρο < αλεπού + -ο- + τομάρι + -ο

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

αλεποτόμαρο ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) δέρμα αλεπούς

Άλλες μορφές Επεξεργασία

  • αλουποτόμαρο

Συνώνυμα Επεξεργασία

  • αλεπόγουνα
  • αλούπι
  • αλωπεκή

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις αλεπού και τομάρι

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    αλεποτόμαρο
  • → δείτε τη λέξη αλωπεκή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλεποτόμαρο&oldid=5260730"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 11:13

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 11:13.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie