↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δόλος οι δόλοι
      γενική του δόλου των δόλων
    αιτιατική τον δόλο τους δόλους
     κλητική δόλε δόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δόλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δόλος (δόλωμα, απάτη) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈðo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δό‐λος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δόλος αρσενικό

  • τρόπος ή μέσο εξαπάτησης ή παραπλάνησης κάποιου
    ⮡  εξυφαίνω δόλο εναντίον κάποιου
    ※  Τὸν κόσμ' ὁ δόλος διοικεῖ κ' ἡ ἄδικ' εἰμαρμένη. Τα πλούτη έχουν οι κακοί, κι εδώ στους βράχους κατοικεί η αρετή κρυμμένη. (Ο Κλέφτης)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
δολ- 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δόλος οἱ δόλοι
      γενική τοῦ δόλου τῶν δόλων
      δοτική τῷ δόλ τοῖς δόλοις
    αιτιατική τὸν δόλον τοὺς δόλους
     κλητική ! δόλε δόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δόλω
γεν-δοτ τοῖν  δόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δόλος < θέμα δολ-, πιθανόν σχετίζεται με τη λατινική dolus λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δόλος αρσενικό

  1. (έννοια «τέχνασμα»)
    1. δόλωμα στο ψάρεμα
    2. εξαπάτηση, τέχνασμα
      ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 187 πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε
      ※  Δεινὸν τὸ πλῆθος σὺν δόλῳ τε δύσμαχον. (Ευριπίδης, Ἑκάβη, 884)
  2. πάσσαλος (στον Ησύχιο)

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
δολ-