Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δολερότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δολερότητ
α
οι
δολερότητ
ες
γενική
της
δολερότητ
ας
των
δολεροτήτ
ων
αιτιατική
τη
δολερότητ
α
τις
δολερότητ
ες
κλητική
δολερότητ
α
δολερότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δολερότητα
<
δολερός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δολερότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
δολερού
, η
δολιότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δολερότητα