Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δολερός η δολερή το δολερό
      γενική του δολερού της δολερής του δολερού
    αιτιατική τον δολερό τη δολερή το δολερό
     κλητική δολερέ δολερή δολερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δολεροί οι δολερές τα δολερά
      γενική των δολερών των δολερών των δολερών
    αιτιατική τους δολερούς τις δολερές τα δολερά
     κλητική δολεροί δολερές δολερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δολερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δολερός [1] < δόλος + -ερός

  Επίθετο επεξεργασία

δολερός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δολερός δολερᾱ́ τὸ δολερόν
      γενική τοῦ δολεροῦ τῆς δολερᾶς τοῦ δολεροῦ
      δοτική τῷ δολερ τῇ δολερ τῷ δολερ
    αιτιατική τὸν δολερόν τὴν δολερᾱ́ν τὸ δολερόν
     κλητική ! δολερέ δολερᾱ́ δολερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δολεροί αἱ δολεραί τὰ δολερᾰ́
      γενική τῶν δολερῶν τῶν δολερῶν τῶν δολερῶν
      δοτική τοῖς δολεροῖς ταῖς δολεραῖς τοῖς δολεροῖς
    αιτιατική τοὺς δολερούς τὰς δολερᾱ́ς τὰ δολερᾰ́
     κλητική ! δολεροί δολεραί δολερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δολερώ τὼ δολερᾱ́ τὼ δολερώ
      γεν-δοτ τοῖν δολεροῖν τοῖν δολεραῖν τοῖν δολεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δολερός < δόλ(ος) + -ερός

  Επίθετο επεξεργασία

δολερός, -ά, -όν

  Πηγές επεξεργασία