δολερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δολερός | η | δολερή | το | δολερό |
γενική | του | δολερού | της | δολερής | του | δολερού |
αιτιατική | τον | δολερό | τη | δολερή | το | δολερό |
κλητική | δολερέ | δολερή | δολερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δολεροί | οι | δολερές | τα | δολερά |
γενική | των | δολερών | των | δολερών | των | δολερών |
αιτιατική | τους | δολερούς | τις | δολερές | τα | δολερά |
κλητική | δολεροί | δολερές | δολερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δολερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δολερός [1] < δόλος + -ερός
Επίθετο
επεξεργασίαδολερός, -ή, -ό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) που κρύβει μέσα του δόλο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δολερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδολερός, -ά, -όν
Πηγές
επεξεργασία- δολερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δολερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.