δολερός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δολερός < αρχαία ελληνική δολερός < δόλος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δολερός, -ή, -ό
- (λογοτεχνικό) που κρύβει μέσα του δόλο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | δολερός | δολερά | δολερόν | δολεροί | δολεραί | δολερά |
Γενική | δολεροῦ | δολερᾶς | δολεροῦ | δολερῶν | δολερῶν | δολερῶν |
Δοτική | δολερῷ | δολερᾷ | δολερῷ | δολεροῖς | δολεραῖς | δολεροῖς |
Αιτιατική | δολερόν | δολεράν | δολερόν | δολερούς | δολεράς | δολερά |
Κλητική | δολερέ | δολερά | δολερόν | δολεροί | δολεραί | δολερά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δολερώ | δολερά | ||||
Γενική-Δοτική | δολεροῖν | δολεραῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δολερός