δολοπλοκώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δολοπλοκώ < μεσαιωνική ελληνική δολοπλοκώ < αρχαία ελληνική δολοπλόκος < δόλος + πλόκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.lo.ploˈko/
Ρήμα
επεξεργασίαδολοπλοκώ
- (λόγιο) κάνω δολοπλοκίες, είμαι δολοπλόκος
- οι επίδοξοι διάδοχοι του Βασιλιά δολοπλοκούσαν, ώστε ο Μονάρχης να ανατραπεί.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις δολοπλόκος, δόλος και πλέκω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δολοπλοκώ | δολοπλοκούσα | θα δολοπλοκώ | να δολοπλοκώ | δολοπλοκώντας | |
β' ενικ. | δολοπλοκείς | δολοπλοκούσες | θα δολοπλοκείς | να δολοπλοκείς | (δολοπλόκει) | |
γ' ενικ. | δολοπλοκεί | δολοπλοκούσε | θα δολοπλοκεί | να δολοπλοκεί | ||
α' πληθ. | δολοπλοκούμε | δολοπλοκούσαμε | θα δολοπλοκούμε | να δολοπλοκούμε | ||
β' πληθ. | δολοπλοκείτε | δολοπλοκούσατε | θα δολοπλοκείτε | να δολοπλοκείτε | δολοπλοκείτε | |
γ' πληθ. | δολοπλοκούν(ε) | δολοπλοκούσαν(ε) | θα δολοπλοκούν(ε) | να δολοπλοκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δολοπλόκησα | θα δολοπλοκήσω | να δολοπλοκήσω | δολοπλοκήσει | ||
β' ενικ. | δολοπλόκησες | θα δολοπλοκήσεις | να δολοπλοκήσεις | δολοπλόκησε | ||
γ' ενικ. | δολοπλόκησε | θα δολοπλοκήσει | να δολοπλοκήσει | |||
α' πληθ. | δολοπλοκήσαμε | θα δολοπλοκήσουμε | να δολοπλοκήσουμε | |||
β' πληθ. | δολοπλοκήσατε | θα δολοπλοκήσετε | να δολοπλοκήσετε | δολοπλοκήστε | ||
γ' πληθ. | δολοπλόκησαν δολοπλοκήσαν(ε) |
θα δολοπλοκήσουν(ε) | να δολοπλοκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δολοπλοκήσει | είχα δολοπλοκήσει | θα έχω δολοπλοκήσει | να έχω δολοπλοκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δολοπλοκήσει | είχες δολοπλοκήσει | θα έχεις δολοπλοκήσει | να έχεις δολοπλοκήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δολοπλοκήσει | είχε δολοπλοκήσει | θα έχει δολοπλοκήσει | να έχει δολοπλοκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δολοπλοκήσει | είχαμε δολοπλοκήσει | θα έχουμε δολοπλοκήσει | να έχουμε δολοπλοκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δολοπλοκήσει | είχατε δολοπλοκήσει | θα έχετε δολοπλοκήσει | να έχετε δολοπλοκήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δολοπλοκήσει | είχαν δολοπλοκήσει | θα έχουν δολοπλοκήσει | να έχουν δολοπλοκήσει |
|