Ετυμολογία

επεξεργασία
δολοπλοκώ < μεσαιωνική ελληνική δολοπλοκώ < αρχαία ελληνική δολοπλόκος < δόλος + πλόκος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.lo.ploˈko/

δολοπλοκώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία