Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δολοπλόκος η δολοπλόκος
δολοπλόκα
το δολοπλόκο
      γενική του δολοπλόκου της δολοπλόκου
δολοπλόκας
του δολοπλόκου
    αιτιατική τον δολοπλόκο τη δολοπλόκο
δολοπλόκα
το δολοπλόκο
     κλητική δολοπλόκε δολοπλόκε
δολοπλόκα
δολοπλόκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δολοπλόκοι οι δολοπλόκοι
δολοπλόκες
τα δολοπλόκα
      γενική των δολοπλόκων των δολοπλόκων των δολοπλόκων
    αιτιατική τους δολοπλόκους τις δολοπλόκους
δολοπλόκες
τα δολοπλόκα
     κλητική δολοπλόκοι δολοπλόκοι
δολοπλόκες
δολοπλόκα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δολοπλόκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δολοπλόκος < δόλ(ος) + -ο + πλόκος (< πλέκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleḱ-: πλέκω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðo.loˈplo.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐λο‐πλό‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

δολοπλόκος, -ος / -α, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία