δολοπλόκος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δολοπλόκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δολοπλόκος < δόλ(ος) + -ο + πλόκος (< πλέκω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pleḱ-: πλέκω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.loˈplo.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐λο‐πλό‐κος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δολοπλόκος, -ος / -α, -ο
- (λόγιο) που κάνει δολοπλοκίες και μηχανορραφίες ή στήνει πλεκτάνες
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- δολοπλοκία
- δολοπλοκώ
- → δείτε τις λέξεις δόλος και πλέκω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δολοπλόκος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.