intrigant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁi.ɡɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intrigant | intrigants |
θηλυκό | intrigante | intrigantes |
intrigant (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intrigant | intrigants |
θηλυκό | intrigante | intrigantes |
intrigant (fr) αρσενικό ή θηλυκό