ιντριγκαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιντριγκαδόρος < ίντριγκ(α) + -αδόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιντριγκαδόρος αρσενικό
- που δημιουργεί ίντριγκες και διαμάχες μεταξύ ανθρώπων, συνώνυμο του δολοπλόκος
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δολοπλόκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιντριγκαδόρος
|