πλόκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλόκος | οἱ | πλόκοι |
γενική | τοῦ | πλόκου | τῶν | πλόκων |
δοτική | τῷ | πλόκῳ | τοῖς | πλόκοις |
αιτιατική | τὸν | πλόκον | τοὺς | πλόκους |
κλητική ὦ! | πλόκε | πλόκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλόκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλόκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλόκος < πλέκω, θέμα πλοκ- + -ος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleḱ- (πλέκω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλόκος αρσενικό
- πλεξούδα, βόστρυχος, κοτσίδα, μπούκλα
- στεφάνι από άνθη ή φυτά
- ※ δύο δ’ αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (Πίνδαρος, Ὀλύμπια, 13, 33)
- → λείπει η μετάφραση
- ※ δύο δ’ αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (Πίνδαρος, Ὀλύμπια, 13, 33)
- χορδή σε τόξο
Σύνθετα
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλέκω
Πηγές
επεξεργασία- πλόκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλόκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.