κοτσίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοτσίδα | οι | κοτσίδες |
γενική | της | κοτσίδας | των | κοτσίδων |
αιτιατική | την | κοτσίδα | τις | κοτσίδες |
κλητική | κοτσίδα | κοτσίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοτσίδα < αρχαία ελληνική κοττίς (κοττίδα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοτσίδα θηλυκό
- νήματα, συνήθως τρία, που έχουν πλεχτεί μεταξύ τους
- παρόμοιο χτένισμα όπου τα μαλλιά χωρίζονται στα τρία και πλέκονται μεταξύ τους