κατσάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσάδα | οι | κατσάδες |
γενική | της | κατσάδας | — | |
αιτιατική | την | κατσάδα | τις | κατσάδες |
κλητική | κατσάδα | κατσάδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατσάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική cazzada[1] [2] < δημώδης λατινική captiata,[2] θηλυκό του captiatus < captio < λατινική capio
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσάδα θηλυκό
- (προφορικό) επιτιμητικός λόγος, παρατήρηση σε έντονο ύφος, επίπληξη, μάλωμα
- ※ Κατσάδα σε βουλευτές επειδή δεν φορούσαν …γραβάτα! (Εφ. Ελευθεροτυπία, 20.01.2011)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ κατσάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.