κατσαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατσαδιάζω
- (προφορικό) μαλώνω, επιπλήττω
- ⮡ Με κατσάδιασε επειδή έπαιζα με το κινητό την ώρα του μαθήματος.
- (προφορικό) κάνω έντονη παρατήρηση σε κάποιον, μαλώνω με έντονο τρόπο
- ⮡ Η προπονήτρια κατσάδιασε τον αθλητή της, λόγω επανειλημμένης ανυπακοής του, στις συμβουλές της για την ασφάλειά του.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατσάδα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατσαδιάζω | κατσάδιαζα | θα κατσαδιάζω | να κατσαδιάζω | κατσαδιάζοντας | |
β' ενικ. | κατσαδιάζεις | κατσάδιαζες | θα κατσαδιάζεις | να κατσαδιάζεις | κατσάδιαζε | |
γ' ενικ. | κατσαδιάζει | κατσάδιαζε | θα κατσαδιάζει | να κατσαδιάζει | ||
α' πληθ. | κατσαδιάζουμε | κατσαδιάζαμε | θα κατσαδιάζουμε | να κατσαδιάζουμε | ||
β' πληθ. | κατσαδιάζετε | κατσαδιάζατε | θα κατσαδιάζετε | να κατσαδιάζετε | κατσαδιάζετε | |
γ' πληθ. | κατσαδιάζουν(ε) | κατσάδιαζαν κατσαδιάζαν(ε) |
θα κατσαδιάζουν(ε) | να κατσαδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατσάδιασα | θα κατσαδιάσω | να κατσαδιάσω | κατσαδιάσει | ||
β' ενικ. | κατσάδιασες | θα κατσαδιάσεις | να κατσαδιάσεις | κατσάδιασε | ||
γ' ενικ. | κατσάδιασε | θα κατσαδιάσει | να κατσαδιάσει | |||
α' πληθ. | κατσαδιάσαμε | θα κατσαδιάσουμε | να κατσαδιάσουμε | |||
β' πληθ. | κατσαδιάσατε | θα κατσαδιάσετε | να κατσαδιάσετε | κατσαδιάστε | ||
γ' πληθ. | κατσάδιασαν κατσαδιάσαν(ε) |
θα κατσαδιάσουν(ε) | να κατσαδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατσαδιάσει | είχα κατσαδιάσει | θα έχω κατσαδιάσει | να έχω κατσαδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατσαδιάσει | είχες κατσαδιάσει | θα έχεις κατσαδιάσει | να έχεις κατσαδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατσαδιάσει | είχε κατσαδιάσει | θα έχει κατσαδιάσει | να έχει κατσαδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατσαδιάσει | είχαμε κατσαδιάσει | θα έχουμε κατσαδιάσει | να έχουμε κατσαδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατσαδιάσει | είχατε κατσαδιάσει | θα έχετε κατσαδιάσει | να έχετε κατσαδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατσαδιάσει | είχαν κατσαδιάσει | θα έχουν κατσαδιάσει | να έχουν κατσαδιάσει |
|