Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσαδιάζω < κατσάδα + -ιάζω < βενετική cazzada

  Ρήμα επεξεργασία

κατσαδιάζω

  1. (προφορικό) μαλώνω, επιπλήττω
    Με κατσάδιασε επειδή έπαιζα με το κινητό την ώρα του μαθήματος.
  2. (προφορικό) κάνω έντονη παρατήρηση σε κάποιον, μαλώνω με έντονο τρόπο
    Η προπονήτρια κατσάδιασε τον αθλητή της, λόγω επανειλημμένης ανυπακοής του, στις συμβουλές της για την ασφάλειά του.

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία