Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσαδιάζω < κατσάδα + -ιάζω < βενετική cazzada

κατσαδιάζω

  1. (προφορικό) μαλώνω, επιπλήττω
    ⮡ Με κατσάδιασε επειδή έπαιζα με το κινητό την ώρα του μαθήματος.
  2. (προφορικό) κάνω έντονη παρατήρηση σε κάποιον, μαλώνω με έντονο τρόπο
    ⮡ Η προπονήτρια κατσάδιασε τον αθλητή της, λόγω επανειλημμένης ανυπακοής του, στις συμβουλές της για την ασφάλειά του.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία