scold
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | scold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scolds |
αόριστος | scolded |
παθητική μετοχή | scolded |
ενεργητική μετοχή | scolding |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαscold (en)
Δείτε επίσης : scald |
ενεστώτας | scold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scolds |
αόριστος | scolded |
παθητική μετοχή | scolded |
ενεργητική μετοχή | scolding |
scold (en)