Δείτε επίσης: scald
ενεστώτας scold
γ΄ ενικό ενεστώτα scolds
αόριστος scolded
παθητική μετοχή scolded
ενεργητική μετοχή scolding

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skəʊld/

scold (en)