earful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαearful (en)
- (ανεπίσημο) το κατσάδιασμα, η κατσάδα, επιτιμητικός λόγος στον οποίο κάποιος λέει για πολλή ώρα πόσο θυμωμένος είναι για κάτι
- ⮡ He gave us a real earful.
- Μας έδωσε μια γερή κατσάδα.
- ⮡ He gave us a real earful.
- δυνατός θόρυβος ή κρότος