Ετυμολογία

επεξεργασία
earful < ear + -ful

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

earful (en)

  1. (ανεπίσημο) το κατσάδιασμα, η κατσάδα, επιτιμητικός λόγος στον οποίο κάποιος λέει για πολλή ώρα πόσο θυμωμένος είναι για κάτι
    ⮡  He gave us a real earful.
    Μας έδωσε μια γερή κατσάδα.
  2. δυνατός θόρυβος ή κρότος