πλεξούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλεξούδα < πλέξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλεξούδα θηλυκό και πλεξίδα
- νήματα, συνήθως τρία, που έχουν πλεχτεί μεταξύ τους
- παρόμοιο χτένισμα όπου τα μαλλιά χωρίζονται στα τρία και πλέκονται μεταξύ τους
- ομάδα ομοειδών αντικειμένων που με κάποιο τρόπο έχουν πλεχτεί μεταξύ τους
- μια πλεξούδα σκόρδα
- είδος ζυμαρικού που μοιάζει με πλεξούδα