-πλοκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | -πλοκος | τὸ | -πλοκον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | -πλόκου | τοῦ | -πλόκου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | -πλόκῳ | τῷ | -πλόκῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | -πλοκον | τὸ | -πλοκον | ||
κλητική ὦ! | -πλοκε | -πλοκον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | -πλοκοι | τὰ | -πλοκᾰ | ||
γενική | τῶν | -πλόκων | τῶν | -πλόκων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | -πλόκοις | τοῖς | -πλόκοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | -πλόκους | τὰ | -πλοκᾰ | ||
κλητική ὦ! | -πλοκοι | -πλοκᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -πλόκω | τὼ | -πλόκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -πλόκοιν | τοῖν | -πλόκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-πλοκος, -ος, -ον
- το πλόκος (πλεξούδα) ως δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό επιθέτων που δίνει τη σημασία της πλοκής, της πλέξης, του στριψίματος όπως ορίζει το πρώτο συνθετικό
- πεντάπλοκος (με πέντε πλέξεις)
- πολύπλοκος (με πολλές πλέξεις, πολύπλοκος)
- κυανόπλοκος (με σκούρα μαλλικά)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλέκω
- Λέξεις -πλοκος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «πολύπλοκος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.