Δείτε επίσης: -πλόκος, πλόκος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -πλοκος τὸ -πλοκον
      γενική τοῦ/τῆς -πλόκου τοῦ -πλόκου
      δοτική τῷ/τῇ -πλόκ τῷ -πλόκ
    αιτιατική τὸν/τὴν -πλοκον τὸ -πλοκον
     κλητική ! -πλοκε -πλοκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -πλοκοι τὰ -πλοκ
      γενική τῶν -πλόκων τῶν -πλόκων
      δοτική τοῖς/ταῖς -πλόκοις τοῖς -πλόκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -πλόκους τὰ -πλοκ
     κλητική ! -πλοκοι -πλοκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -πλόκω τὼ -πλόκω
      γεν-δοτ τοῖν -πλόκοιν τοῖν -πλόκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πλοκος < θέμα πλοκ- όπως στο πλέκω[1] + κατάληξη -ος. Συγκρίνετε με το -πλόκος

  Επίθημα επεξεργασία

-πλοκος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλέκω

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. «πολύπλοκος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.