σύμπλοκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σύμπλοκος < ελληνιστική κοινή σύμπλοκος < συμπλέκω < πλέκω
Επίθετο
επεξεργασία
σύμπλοκος, -η, -ο
- (λόγιο) που είναι σύνθετος
- (ουσιαστικοποιημένο) σύμπλοκο
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σύμπλοκος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 σύμπλοκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)