πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύμπλοκος η σύμπλοκη το σύμπλοκο
      γενική του σύμπλοκου της σύμπλοκης του σύμπλοκου
    αιτιατική τον σύμπλοκο τη σύμπλοκη το σύμπλοκο
     κλητική σύμπλοκε σύμπλοκη σύμπλοκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύμπλοκοι οι σύμπλοκες τα σύμπλοκα
      γενική των σύμπλοκων των σύμπλοκων των σύμπλοκων
    αιτιατική τους σύμπλοκους τις σύμπλοκες τα σύμπλοκα
     κλητική σύμπλοκοι σύμπλοκες σύμπλοκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

σύμπλοκος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που είναι σύνθετος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) σύμπλοκο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 σύμπλοκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)