↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύμπλοκο τα σύμπλοκα
      γενική του σύμπλοκου
συμπλόκου
των σύμπλοκων
συμπλόκων
    αιτιατική το σύμπλοκο τα σύμπλοκα
     κλητική σύμπλοκο σύμπλοκα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμπλοκο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύμπλοκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμπλοκο αρσενικό

  • (χημεία) σταθερό συγκρότημα από άτομα που έχει σαν κέντρο ένα μεταλλικό, συνήθως, ιόν και γύρω του δεσμευμένα μόρια ή ιόντα τα οποία ονομάζονται υποκαταστάτες ή συναρμοτές

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία