Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύμπλοκη ένωση < σύμπλοκος + ένωση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σύμπλοκη ένωση θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • οι σύμπλοκες ενώσεις λαμβάνουν ονομασία του βασικού χημικού στοιχείου π.χ. σύμπλοκες ενώσεις βισμουθίου, (όπως π.χ. το τρικαλιούχο δικιτρικό βισμούθιο), σύμπλοκες ενώσεις αργιλίου (όπως π.χ. η σουκραλφάτη), κ.λπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία