υποκαταστάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποκαταστάτης < υπο- + καταστ- (καθιστώ) + -άτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποκαταστάτης
- για τη βιολογία: < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική substitute[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.ka.taˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κα‐τα‐στά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποκαταστάτης αρσενικό
- (βιολογία) (νεολογισμός) μόριο ή άλλου είδους στοιχείο που αντικαθιστά κάποιο άλλο σε σύμπλοκη χημική ένωση
- (κυριολεκτικά) αυτός που υποκαθιστά [1]
- → χρειάζεται παράθεμα
- συγκρίνετε με το αντικαταστάτης
Συγγενικά
επεξεργασία- υποκαταστασιμότητα (γλωσσολογία)
- υποκατάστατο
- υποκατάστατος
- υποκατεστημένος
→ και δείτε τη λέξη υποκαθιστώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- υποκαταστάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)