χημική ένωση
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χημική ένωση | οι | χημικές ενώσεις |
γενική | της | χημικής ένωσης | των | χημικών ενώσεων |
αιτιατική | τη | χημική ένωση | τις | χημικές ενώσεις |
κλητική | χημική ένωση | χημικές ενώσεις | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
χημική ένωση θηλυκό
- (χημική ένωση) κάθε χημική ουσία που αποτελείται από τουλάχιστον δυο διαφορετικά χημικά στοιχεία
- {πχ}} Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) είναι μια χημική ένωση, αλλά το καθαρό οξυγόνο (O2) δεν είναι.
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χημική ένωση