Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις związek και chemiczny

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

związek chemiczny (pl) αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία