μηχανορραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηχανορραφώ < αρχαία ελληνική μηχανορραφέω / μηχανορραφῶ
Ρήμα
επεξεργασίαμηχανορραφώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μηχανορράφος, μηχανή και ράβω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηχανορραφώ | μηχανορραφούσα | θα μηχανορραφώ | να μηχανορραφώ | μηχανορραφώντας | |
β' ενικ. | μηχανορραφείς | μηχανορραφούσες | θα μηχανορραφείς | να μηχανορραφείς | (μηχανορράφει) | |
γ' ενικ. | μηχανορραφεί | μηχανορραφούσε | θα μηχανορραφεί | να μηχανορραφεί | ||
α' πληθ. | μηχανορραφούμε | μηχανορραφούσαμε | θα μηχανορραφούμε | να μηχανορραφούμε | ||
β' πληθ. | μηχανορραφείτε | μηχανορραφούσατε | θα μηχανορραφείτε | να μηχανορραφείτε | μηχανορραφείτε | |
γ' πληθ. | μηχανορραφούν(ε) | μηχανορραφούσαν(ε) | θα μηχανορραφούν(ε) | να μηχανορραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μηχανορράφησα | θα μηχανορραφήσω | να μηχανορραφήσω | μηχανορραφήσει | ||
β' ενικ. | μηχανορράφησες | θα μηχανορραφήσεις | να μηχανορραφήσεις | μηχανορράφησε | ||
γ' ενικ. | μηχανορράφησε | θα μηχανορραφήσει | να μηχανορραφήσει | |||
α' πληθ. | μηχανορραφήσαμε | θα μηχανορραφήσουμε | να μηχανορραφήσουμε | |||
β' πληθ. | μηχανορραφήσατε | θα μηχανορραφήσετε | να μηχανορραφήσετε | μηχανορραφήστε | ||
γ' πληθ. | μηχανορράφησαν μηχανορραφήσαν(ε) |
θα μηχανορραφήσουν(ε) | να μηχανορραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μηχανορραφήσει | είχα μηχανορραφήσει | θα έχω μηχανορραφήσει | να έχω μηχανορραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μηχανορραφήσει | είχες μηχανορραφήσει | θα έχεις μηχανορραφήσει | να έχεις μηχανορραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μηχανορραφήσει | είχε μηχανορραφήσει | θα έχει μηχανορραφήσει | να έχει μηχανορραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μηχανορραφήσει | είχαμε μηχανορραφήσει | θα έχουμε μηχανορραφήσει | να έχουμε μηχανορραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μηχανορραφήσει | είχατε μηχανορραφήσει | θα έχετε μηχανορραφήσει | να έχετε μηχανορραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μηχανορραφήσει | είχαν μηχανορραφήσει | θα έχουν μηχανορραφήσει | να έχουν μηχανορραφήσει |
|