Ετυμολογία

επεξεργασία
σκευωρώ < λείπει η ετυμολογία

σκευωρώ

  • σχεδιάζω να κάνω κακό ή να προκαλέσω ζημιές σε άλλον χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή φανερός, στήνω σκευωρίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία