σκευωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκευωρώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
σκευωρώ
- σχεδιάζω να κάνω κακό ή να προκαλέσω ζημιές σε άλλον χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή φανερός, στήνω σκευωρίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκευωρώ