Ετυμολογία

επεξεργασία
ραδιουργώ < αρχαία ελληνική ῥᾳδιουργέω-ῥᾳδιουργῶ

ραδιουργώ

  • ασχολούμαι με ραδιουργίες, συνωμοτώ, μηχανορραφώ, λειτουργώ με πανουργία, επινοώ σκοτεινά σχέδια για να πετύχω το στόχο μου (συνήθως εις βάρος άλλων)
Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας ραδιουργώ
Παρατατικός ραδιουργούσα
Μέλλοντας Εξακ. θα ραδιουργώ
Μέλλοντας Στ. θα ραδιουργήσω
Αόριστος ραδιούργησα
Παρακείμενος έχω ραδιουργήσει
Μετοχές ραδιουργώντας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία