Ετυμολογία

επεξεργασία
συνωμοτώ < συνωμότης

συνωμοτώ, πρτ.: συνωμοτούσα, στ.μέλλ.: θα συνωμοτήσω, αόρ.: συνωμότησα

  • συμμετέχω ή οργανώνω μια συνωμοσία, σχεδιάζω κάτι μυστικά μαζί με άλλους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία