συνωμοτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνωμοτώ < συνωμότης
Ρήμα επεξεργασία
συνωμοτώ, πρτ.: συνωμοτούσα, στ.μέλλ.: θα συνωμοτήσω, αόρ.: συνωμότησα
- συμμετέχω ή οργανώνω μια συνωμοσία, σχεδιάζω κάτι μυστικά μαζί με άλλους
συνωμοτώ, πρτ.: συνωμοτούσα, στ.μέλλ.: θα συνωμοτήσω, αόρ.: συνωμότησα