ῥᾳδιουργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥᾳδιουργέω < ῥᾳδιουργός < ῥᾴδιος και ἔργω
Ρήμα
επεξεργασίαῥᾳδιουργέω-ῥᾳδιουργῶ
- ενεργώ πρόχειρα, απερίσκεπτα, χωρίς να εκπονώ δύσκολα σχέδια, κοιτάζω την ευκολία μου, την καλοπέρασή μου
- ἐγὼ δὲ οἶμαι, ἔφη, τὸν ἄρχοντα οὐ τῷ ῥᾳδιουργεῖν χρῆναι διαφέρειν τῶν ἀρχομένων, ἀλλὰ τῷ προνοεῖν καὶ φιλοπονεῖν. (:εγώ πιστεύω, είπε, ότι ο κυβερνήτης πρέπει να ξεπερνά τους κυβερνόμενους ως προς την προνοητικότητα και τη φιλοπονία, όχι ως προς την καλοπέραση)
- ατιμώ, παρανομώ με κάποιο τρόπο (ίσως έννοια που οφείλεται στο ότι η ευκολία και η προχειρότητα δεν αποδίδει όσο η φιλοπονία, οπότε ο "ραδιουργός" ως λέξη συν το χρόνω καταλήγει "εκμεταλλευτής")
- κλέπτει, τελωνεῖ, ῥᾳδιουργεῖ
- κάνω υποθέσεις (πιθανόν που συμφέρουν προς μια κατεύθυνση), χειραγωγώ, φέρνω κάτι στα μέτρα μου, μανιπουλάρω
- οὐδὲ τοῖς περὶ Ἀλεξάνδρου δὲ συγγράψασιν ῥᾴδιον πιστεύειν τοῖς πολλοῖς: καὶ γὰρ οὗτοι ῥᾳδιουργοῦσι διά τε τὴν δόξαν τὴν Ἀλεξάνδρου καὶ διὰ τὸ τὴν στρατείαν πρὸς τὰς ἐσχατιὰς γεγονέναι τῆς Ἀσίας πόρρω ἀφ᾽ ἡμῶν: τὸ δὲ πόρρω δυσέλεγκτον.
- ενσπείρω διχόνοια
- (παθητικό) για κάτι που γίνεται απερίσκεπτα
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαδόκιμο μόνο κατά ενεργητικό και παθητικό ενεστώτα (ῥᾳδιουργοῦμαι), οι υπόλοιποι τύποι μεταγενέστεροι