Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυσσοδομώ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική βυσσοδομῶ < αρχαία ελληνική βυσσοδομεύω[1] (χτίζω/οικοδομώ σε βάθος) < βυσσός + δομέω + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.so.ðoˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυσ‐σο‐δο‐μώ

  Ρήμα επεξεργασία

βυσσοδομώ, πρτ.: βυσσοδομούσα, αόρ.: βυσσοδόμησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία