βυσσοδομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βυσσοδομώ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική βυσσοδομῶ < αρχαία ελληνική βυσσοδομεύω[1] (χτίζω/οικοδομώ σε βάθος) < βυσσός + δομέω + -εύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.so.ðoˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυσ‐σο‐δο‐μώ
Ρήμα
επεξεργασίαβυσσοδομώ, πρτ.: βυσσοδομούσα, αόρ.: βυσσοδόμησα (χωρίς παθητική φωνή)
- ενεργώ με ύπουλο, δόλιο και παρασκηνιακό τρόπο, σχεδιάζω και προγραμματίζω κρυφά
- ※ Συζητούσαν και σχολίαζαν τα πάντα, έπαιρναν πόζες και, βυσσοδομούσαν ραδιουργίες ακατατονόμαστες, με σκοπό να προοδεύσουν[...].
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Βυσσοδομούν στο παρασκήνιο και ενίοτε στο προσκήνιο οι Αμερικανοί, οι Γερμανοί (...) σε ένα σύνθετο γεωπολιτικό, οικονομικό και επιχειρηματικό παιχνίδι.
- Γιώργος Δελαστίκ, Κυβέρνηση, ΗΠΑ και ΕΕ κατά των Ρώσων επενδυτών!, ethnos.gr, 28/1/2013
- ※ Συζητούσαν και σχολίαζαν τα πάντα, έπαιρναν πόζες και, βυσσοδομούσαν ραδιουργίες ακατατονόμαστες, με σκοπό να προοδεύσουν[...].
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βυσσοδομώ | βυσσοδομούσα | θα βυσσοδομώ | να βυσσοδομώ | βυσσοδομώντας | |
β' ενικ. | βυσσοδομείς | βυσσοδομούσες | θα βυσσοδομείς | να βυσσοδομείς | (βυσσοδόμει) | |
γ' ενικ. | βυσσοδομεί | βυσσοδομούσε | θα βυσσοδομεί | να βυσσοδομεί | ||
α' πληθ. | βυσσοδομούμε | βυσσοδομούσαμε | θα βυσσοδομούμε | να βυσσοδομούμε | ||
β' πληθ. | βυσσοδομείτε | βυσσοδομούσατε | θα βυσσοδομείτε | να βυσσοδομείτε | βυσσοδομείτε | |
γ' πληθ. | βυσσοδομούν(ε) | βυσσοδομούσαν(ε) | θα βυσσοδομούν(ε) | να βυσσοδομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βυσσοδόμησα | θα βυσσοδομήσω | να βυσσοδομήσω | βυσσοδομήσει | ||
β' ενικ. | βυσσοδόμησες | θα βυσσοδομήσεις | να βυσσοδομήσεις | βυσσοδόμησε | ||
γ' ενικ. | βυσσοδόμησε | θα βυσσοδομήσει | να βυσσοδομήσει | |||
α' πληθ. | βυσσοδομήσαμε | θα βυσσοδομήσουμε | να βυσσοδομήσουμε | |||
β' πληθ. | βυσσοδομήσατε | θα βυσσοδομήσετε | να βυσσοδομήσετε | βυσσοδομήστε | ||
γ' πληθ. | βυσσοδόμησαν βυσσοδομήσαν(ε) |
θα βυσσοδομήσουν(ε) | να βυσσοδομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βυσσοδομήσει | είχα βυσσοδομήσει | θα έχω βυσσοδομήσει | να έχω βυσσοδομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βυσσοδομήσει | είχες βυσσοδομήσει | θα έχεις βυσσοδομήσει | να έχεις βυσσοδομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βυσσοδομήσει | είχε βυσσοδομήσει | θα έχει βυσσοδομήσει | να έχει βυσσοδομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βυσσοδομήσει | είχαμε βυσσοδομήσει | θα έχουμε βυσσοδομήσει | να έχουμε βυσσοδομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βυσσοδομήσει | είχατε βυσσοδομήσει | θα έχετε βυσσοδομήσει | να έχετε βυσσοδομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βυσσοδομήσει | είχαν βυσσοδομήσει | θα έχουν βυσσοδομήσει | να έχουν βυσσοδομήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βυσσοδομώ
→ δείτε τις λέξεις δολοπλοκώ και μηχανορραφώ |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βυσσοδομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας