Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυσσοδομεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
βυσσοδομεύω
<
βυσσός
+
δομέω
+
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
βυσσοδομεύω
χτίζω
/
οικοδομώ
στο
βάθος
σκέφτομαι
κάτι στο «βάθος της ψυχής μου», σχεδιάζω (συνήθως κάτι κακό) μυστικά,
βυσσοδομώ