Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυσσοδομεύω < βυσσός + δομέω + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

βυσσοδομεύω

  1. χτίζω/οικοδομώ στο βάθος
  2. σκέφτομαι κάτι στο «βάθος της ψυχής μου», σχεδιάζω (συνήθως κάτι κακό) μυστικά, βυσσοδομώ