παρασκηνιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρασκηνιακός < παρασκήνιο + -ακός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαρασκηνιακός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που βρίσκεται στα (θεατρικά ή άλλα) παρασκήνια, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (μεταφορικά) που πραγματοποιείται στα κρυφά, που γίνεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Συγγενικά
επεξεργασία- παρασκηνιακά
- → δείτε τις λέξεις παρασκήνιο, παρά και σκηνή
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταφορικά