άδολος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άδολος < αρχαία ελληνική ἄδολος < ἀ- στερητικό + δόλος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άδολος, -η, -ο
- που δεν κρύβει δόλο ή προσωπικό συμφέρον, αθώος, αγνός και ειλικρινής
- άδολη αγάπη
- αγνός, ανόθευτος, καθαρός