Ουσιαστικό

επεξεργασία

franc (en)

  • το φράγκο (το παλαιότερο νόμισμα της Γαλλίας καθώς και άλλων χωρών)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό franc francs
θηλυκό franche franches

franc (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
franc francs

franc (fr)