δολώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δολώνω < μεσαιωνική ελληνική δολώνω < αρχαία ελληνική δολόω / δολῶ < δόλος
Ρήμα
επεξεργασίαδολώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- αδόλωτος
- αργοδολώνω
- δολωμένος
- δόλωμα
- δολωματάκι
- δολωσιά
- → δείτε τη λέξη δόλος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δολώνω | δόλωνα | θα δολώνω | να δολώνω | δολώνοντας | |
β' ενικ. | δολώνεις | δόλωνες | θα δολώνεις | να δολώνεις | δόλωνε | |
γ' ενικ. | δολώνει | δόλωνε | θα δολώνει | να δολώνει | ||
α' πληθ. | δολώνουμε | δολώναμε | θα δολώνουμε | να δολώνουμε | ||
β' πληθ. | δολώνετε | δολώνατε | θα δολώνετε | να δολώνετε | δολώνετε | |
γ' πληθ. | δολώνουν(ε) | δόλωναν δολώναν(ε) |
θα δολώνουν(ε) | να δολώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δόλωσα | θα δολώσω | να δολώσω | δολώσει | ||
β' ενικ. | δόλωσες | θα δολώσεις | να δολώσεις | δόλωσε | ||
γ' ενικ. | δόλωσε | θα δολώσει | να δολώσει | |||
α' πληθ. | δολώσαμε | θα δολώσουμε | να δολώσουμε | |||
β' πληθ. | δολώσατε | θα δολώσετε | να δολώσετε | δολώστε | ||
γ' πληθ. | δόλωσαν δολώσαν(ε) |
θα δολώσουν(ε) | να δολώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δολώσει | είχα δολώσει | θα έχω δολώσει | να έχω δολώσει | ||
β' ενικ. | έχεις δολώσει | είχες δολώσει | θα έχεις δολώσει | να έχεις δολώσει | ||
γ' ενικ. | έχει δολώσει | είχε δολώσει | θα έχει δολώσει | να έχει δολώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δολώσει | είχαμε δολώσει | θα έχουμε δολώσει | να έχουμε δολώσει | ||
β' πληθ. | έχετε δολώσει | είχατε δολώσει | θα έχετε δολώσει | να έχετε δολώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δολώσει | είχαν δολώσει | θα έχουν δολώσει | να έχουν δολώσει |
|