Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δόλωμα τα δολώματα
      γενική του δολώματος των δολωμάτων
    αιτιατική το δόλωμα τα δολώματα
     κλητική δόλωμα δολώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόλωμα < δολώ(νω) + -μα. Διαφορετική η αρχαία ελληνική δόλωμα (εξαπάτηση) [1] → δείτε  δόλος
 
Τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðo.lo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δό‐λω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόλωμα ουδέτερο

  1. ένα μικρό κομμάτι τροφής που τοποθετείται σε ένα αγκίστρι για ψάρεμα
  2. (μεταφορικά) οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιείται για να δελεάσει και να εξαπατήσει ένα υποψήφιο θύμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δόλωμᾰ τὰ δολώμᾰτ
      γενική τοῦ δολώμᾰτος τῶν δολωμᾰ́των
      δοτική τῷ δολώμᾰτ τοῖς δολώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δόλωμᾰ τὰ δολώμᾰτ
     κλητική ! δόλωμᾰ δολώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δολώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  δολωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόλωμα < δολόω, δολῶ + -μα < δόλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόλωμα ουδέτερο

  1. κόλπο, εξαπάτηση
  2. στρατήγημα, τέχνασμα

  Πηγές επεξεργασία