δελεάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δελεάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δελεάζω < δέλεαρ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.leˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐λε‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδελεάζω, αόρ.: δελέασα, παθ.φωνή: δελεάζομαι, π.αόρ.: δελεάστηκα, μτχ.π.π.: δελεασμένος
- προσπαθώ να πείσω κάποιον (ο οποίος συχνά διστάζει για ηθικούς ή πρακτικούς λόγους) να προβεί σε κάποια ενέργεια, προβάλλοντάς του ένα κέρδος που θα έχει, ένα δέλεαρ
- ※ Συνολικά οι απολαβές του θα ξεπερνούν το 1 εκατ. ευρώ, ενώ υπήρχε η πληροφορία ότι για να τον δελεάσει του υποσχέθηκε το 15% σε περίπτωση μεταγραφής του σε ομάδα του εξωτερικού! ("Με e-mail οι προτάσεις σε Σκόκο και Μπλάνκο", εφημερίδα Απογευματινή, 15 Σεπτεμβρίου 2010)
- αποτελώ δέλεαρ, κίνητρο για μια πράξη, για την οποία συχνά υπάρχουν δισταγμοί, ηθικές ή άλλου είδους αναστολές
- ※ Είναι το μεγάλο ποσό που τους δελεάζει ... Ερχονται να παίξουν ακόμα και όσοι συνήθως δεν παίζουν...» ("Κοσμοσυρροή για τον «χρυσό» Τζόκερ", εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 15 Απριλίου 2010)
- ※ «Δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο κακό για τους ανθρώπους από το χρήμα. Καταστρέφει ψυχές και πολιτείες, ωθεί τους ανθρώπους στην τυχοδιωκτική ζωή, δελεάζει και διαφθείρει τους τίμιους, τους παρασύρει σε ανήθικες πράξεις. Το χρήμα δίδαξε στους ανθρώπους τον δόλο» έλεγε ο Σοφοκλής. (εφημεριδα Καθημερινή, 22 Μαΐου 2009)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δέλεαρ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δελεάζω | δελέαζα | θα δελεάζω | να δελεάζω | δελεάζοντας | |
β' ενικ. | δελεάζεις | δελέαζες | θα δελεάζεις | να δελεάζεις | δελέαζε | |
γ' ενικ. | δελεάζει | δελέαζε | θα δελεάζει | να δελεάζει | ||
α' πληθ. | δελεάζουμε | δελεάζαμε | θα δελεάζουμε | να δελεάζουμε | ||
β' πληθ. | δελεάζετε | δελεάζατε | θα δελεάζετε | να δελεάζετε | δελεάζετε | |
γ' πληθ. | δελεάζουν(ε) | δελέαζαν δελεάζαν(ε) |
θα δελεάζουν(ε) | να δελεάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δελέασα | θα δελεάσω | να δελεάσω | δελεάσει | ||
β' ενικ. | δελέασες | θα δελεάσεις | να δελεάσεις | δελέασε | ||
γ' ενικ. | δελέασε | θα δελεάσει | να δελεάσει | |||
α' πληθ. | δελεάσαμε | θα δελεάσουμε | να δελεάσουμε | |||
β' πληθ. | δελεάσατε | θα δελεάσετε | να δελεάσετε | δελεάστε | ||
γ' πληθ. | δελέασαν δελεάσαν(ε) |
θα δελεάσουν(ε) | να δελεάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δελεάσει | είχα δελεάσει | θα έχω δελεάσει | να έχω δελεάσει | ||
β' ενικ. | έχεις δελεάσει | είχες δελεάσει | θα έχεις δελεάσει | να έχεις δελεάσει | ||
γ' ενικ. | έχει δελεάσει | είχε δελεάσει | θα έχει δελεάσει | να έχει δελεάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δελεάσει | είχαμε δελεάσει | θα έχουμε δελεάσει | να έχουμε δελεάσει | ||
β' πληθ. | έχετε δελεάσει | είχατε δελεάσει | θα έχετε δελεάσει | να έχετε δελεάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δελεάσει | είχαν δελεάσει | θα έχουν δελεάσει | να έχουν δελεάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δελεάζομαι | δελεαζόμουν(α) | θα δελεάζομαι | να δελεάζομαι | ||
β' ενικ. | δελεάζεσαι | δελεαζόσουν(α) | θα δελεάζεσαι | να δελεάζεσαι | ||
γ' ενικ. | δελεάζεται | δελεαζόταν(ε) | θα δελεάζεται | να δελεάζεται | ||
α' πληθ. | δελεαζόμαστε | δελεαζόμαστε δελεαζόμασταν |
θα δελεαζόμαστε | να δελεαζόμαστε | ||
β' πληθ. | δελεάζεστε | δελεαζόσαστε δελεαζόσασταν |
θα δελεάζεστε | να δελεάζεστε | (δελεάζεστε) | |
γ' πληθ. | δελεάζονται | δελεάζονταν δελεαζόντουσαν |
θα δελεάζονται | να δελεάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δελεάστηκα | θα δελεαστώ | να δελεαστώ | δελεαστεί | ||
β' ενικ. | δελεάστηκες | θα δελεαστείς | να δελεαστείς | δελεάσου | ||
γ' ενικ. | δελεάστηκε | θα δελεαστεί | να δελεαστεί | |||
α' πληθ. | δελεαστήκαμε | θα δελεαστούμε | να δελεαστούμε | |||
β' πληθ. | δελεαστήκατε | θα δελεαστείτε | να δελεαστείτε | δελεαστείτε | ||
γ' πληθ. | δελεάστηκαν δελεαστήκαν(ε) |
θα δελεαστούν(ε) | να δελεαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δελεαστεί | είχα δελεαστεί | θα έχω δελεαστεί | να έχω δελεαστεί | δελεασμένος | |
β' ενικ. | έχεις δελεαστεί | είχες δελεαστεί | θα έχεις δελεαστεί | να έχεις δελεαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει δελεαστεί | είχε δελεαστεί | θα έχει δελεαστεί | να έχει δελεαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δελεαστεί | είχαμε δελεαστεί | θα έχουμε δελεαστεί | να έχουμε δελεαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε δελεαστεί | είχατε δελεαστεί | θα έχετε δελεαστεί | να έχετε δελεαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δελεαστεί | είχαν δελεαστεί | θα έχουν δελεαστεί | να έχουν δελεαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δελεασμένος - είμαστε, είστε, είναι δελεασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δελεασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δελεασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δελεασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δελεασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δελεασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δελεασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δελεάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δελεάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.